-
1 δημιο υργέω
δημιο υργέω, ein δημιουργός sein, s. d. W.; meist in allgemeiner Bdtg: verfertigen, arbeiten; οἰκέται τινὶ δημιουργοῦντες Plat. Legg. VIII, 846 e; τέχναι δημιουργοῦσαι Polit. 281 e; ϑεός Soph. 265 c; σύνϑετα ἐκ μὴ συντιϑεμένων εἴδη Polit. 288 e; δεδημιουργημένη φύσις Tim. 80 e; Arist. u. Folgende; τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, zur Tugend bilden, Plut. Cat. mai. 20; Staatsgeschäfte treiben, Artemidor. 2, 22.
-
2 δημιουργεω
1) заниматься ручным трудом, быть ремесленником, работатьτὰ δημιουργούμενα Arst. — ремесленные изделия2) создавать, строить(χώματα καὴ μνήματα Plut.)
τέχναι δημιουργοῦσαι Plat. — производственные искусства3) создавать, творить(ἥ φύσις οὐδὲν μάτην δημιουργεῖ Arst.)
ἥ δύναμις δημιουργοῦσα Arst. — творческая сила;4) воспитывать(τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν Plat.)
5) быть демиургом(Plat. - см. δημιουργός 5)